- κλαμαρός
- κλαμαρός, -ά, -όν (Α)1. κλαδαρός*2. (κατά τον Ησύχ.) «κλαμαράνπλαδαράν, ἀσθενῆ».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. klāmyati «κουράζομαι» είναι πολύ παρακινδυνευμένη. Πρόκειται ίσως για λαϊκή παραλλαγή τού κλαδαρός].
Dictionary of Greek. 2013.